-
1 δια-ίχρημι
δια-ίχρημι (s. κίχρημι), an Mehrere verleihen, τάλαντον διακεχρημένον Dem. 27, 11, nach Harpocr. κατὰ μέρος δεδανεισμένον.
См. также в других словарях:
διακίχρημι — (Α) [κίχρημι] φρ. «διακεχρημένον τάλαντον» χρηματικό ποσό δανεισμένο σε πολλούς … Dictionary of Greek